ακολουθητικός

ακολουθητικός
-ή, -ό (Α ἀκολουθητικός, -ή, -ὸν) [ἀκολουθῶ]
νεοελλ.
1. εξακολουθητικός, συνεχής
2. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος
3. επίρρ. ακολουθητικά και -κώς
α) συνεχώς
β) κατά συνέπεια
αρχ.
ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ακολουθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκολουθητικός — disposed to follow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακολουθητικός — ή, ό ο πρόθυμος να ακολουθά, ο εξακολουθητικός: Τον είχε χρόνια στη δούλεψή του· ήταν εργατικός, λιγόλογος κι ακολουθητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκολουθητικόν — ἀκολουθητικός disposed to follow masc acc sg ἀκολουθητικός disposed to follow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθητικαί — ἀκολουθητικός disposed to follow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθητικοῖς — ἀκολουθητικός disposed to follow masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθητικοί — ἀκολουθητικός disposed to follow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθητικοῦ — ἀκολουθητικός disposed to follow masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθητικούς — ἀκολουθητικός disposed to follow masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθητικῆς — ἀκολουθητικός disposed to follow fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθητικήν — ἀκολουθητικός disposed to follow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”