- ακολουθητικός
- -ή, -ό (Α ἀκολουθητικός, -ή, -ὸν) [ἀκολουθῶ]νεοελλ.1. εξακολουθητικός, συνεχής2. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος3. επίρρ. ακολουθητικά και -κώςα) συνεχώςβ) κατά συνέπειααρχ.ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ακολουθεί.
Dictionary of Greek. 2013.